-
1 θάρρος
τό1) храбрость, смелость, отвага, мужество;άνθρωπος άνευ θάρρους — малодушный человек;
επιδεικνύω θάρρος — проявлять храбрость, мужество;
εμπνέω θάρρος — поднять дух, вдохнуть мужество, подбодрить;
έχε θάρρος — мужайся, крепись;
ξαναπαίρνω θάρρος — воспрянуть духом;
παίρνω θάρρος — бодриться;
παίρνω ( — или λαμβάνω) το θάρρος να... — позволять себе, осмеливаться...;
βρίσκω το θάρρος να... — хватает духу, чтобы...;
χάνω το θάρρος — а) трусить, проявлять малодушие; — б) падать духом;
με θάρρος — или μετά θάρρους — мужественно, смело;
2) наглость; бесцеремонность; фамильярность;παίρνω πολύ θάρρος — обнаглеть;
δίνω θάρρος — давать волю, много позволять (кому-л.), распустить (кого-л.);
με όλον το θάρρος — без церемоний, запросто;
3) уверенность (в ком-л.); надежда;έχω το θάρρος ( — или τα θάρρη) μου σε... — возлагать надежды, надеяться на кого-л.;
4) близость, близкие отношения;έχω το θάρρος μαζί του ( — или μ' αυτόν) — я с ним близок
-
2 ободрить
ободрить, ободрять δίνω θάρρος (или κουράγιο), ενθαρρύνω, εμψυχώνω* * *= ободрятьδίνω θάρρος ( или κουράγιο), ενθαρρύνω, εμψυχώνω -
3 бодрить
ρ.δ.μ.ενθαρρύνω, δίνω θάρρος, κουράγιο, εμψυχώνω, ζωογονώ.ενθαρρύνομαι, θαρρεύω, παίρνω θάρρος, κουράγιο, αναθαρεύω• ζωογονούμαι. -
4 подбодрить
подбодритьсов, подбодрить несов разг δίνω κουράγιο, δίνω θάρρος. -
5 приободрить
приободритьсов, приободрять несов δίνω θάρρος, ἐνθαρρύνω. -
6 внушить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -шенный, βρ: -шен, -шена, -шено, ρ.σ.μ.εμπνέω, εμφυσώ, εμβάλλω• προκαλώ•внушить страх εμπνέω φόβο•
внушить любовь к добру εμπνέω την αγάπη για ευεργεσία•
внушить отврашение εμπνέω την απέχθεια•
внушить мораль ενθαρρύνω, δίνω θάρρος, κουράγιο, εμψυχώνω.
-
7 позволить
позволитьсов, позволять несов ἐπιτρέπω / δίνω ἄδεια (давать разрешение) / παίρνω τό θάρρος, τολμῶ νά (осмеливаться):\позволить себе ἐπιτρέπω στον ἐαυτό μου· \позволить себе слишком много παίρνω πολύ θάρρος, παίρνω πολύ ἀέρα. -
8 голова
голов||аж1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·2. (единица счета скота) τό κεφάλί3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του.
См. также в других словарях:
θάρρος — το ους 1. έλλειψη φόβου, ψυχικό σθένος, ανδρεία: Αντλώ θάρρος. – Δίνω θάρρος. – Αντιμετώπισε με θάρρος τον κίνδυνο. 2. οικειότητα: Πολύ θάρρος σου έδωσα. – Έχει πολύ θάρρος μαζί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενθαρρύνω — δίνω θάρρος, εμψυχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
θαρρεύω — (Μ θαρρεύω και θαρρεύγω) 1. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, τολμώ («θαρρεύω σαν λεοντάρι άναψα», Κρυστ.) 2. θαρρώ, νομίζω, υποθέτω, πιστεύω («θάρρεψα πως θα ρχόσουνα») 3. μέσ. θαρρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («δεν θαρρεύομαι σε… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
επιρρωννύω — (AM ἐπιρρώννυμι και ἐπιρρωννύω) [ρώννυμι] 1. προσθέτω δύναμη, ενισχύω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω («ἐξαπίνης ἀναφανείς... τοὺς μέν τῷ ἀδοκήτῳ ἐξέπληξε, τοὺς δέ... μᾱλλον ἐπέρρωσεν», Θουκ.) 2. (στο παθ. ο παρακμ. ἐπέρρωμαι και ο υπερσ. ἐπερρώμην αντί… … Dictionary of Greek
αναθαρρύνω — (Α ἀναθαρρύνω και θαρσύνω) 1. δίνω θάρρος, εμψυχώνω, ενθαρρύνω 2. ανακτώ το θάρρος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θαρρύνω, θαρσύνω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθάρρυνση, αναθαρρυντικός] … Dictionary of Greek
αναθαρρώ — ( έω) (Α ἀναθαρρῶ και θαρσώ) ξαναπαίρνω θάρρος, εμψυχώνομαι αρχ. δίνω θάρρος, ενθαρρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θαρρῶ, θαρσῶ. ΠΑΡ. αναθάρρηση( ις) αρχ. μσν. ἀνα θάρσησις] … Dictionary of Greek
ανδρειώνω — και αντρειώνω (AM ἀνδρειῶ, όω) μέσ. παίρνω δύναμη ή θάρρος νεοελλ. 1. ανδρειεύω 2. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) αντρειωμένος και αντρειωμένος, η, ο δυνατός και γενναίος μσν. αρχ. δίνω θάρρος … Dictionary of Greek
αποκαρδιώνω — κ. καρδίζω 1. κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος του, αποθαρρύνω 2. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου, τον απογοητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + καρδιώνω «εμψυχώνω, δίνω θάρρος». Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Θεοχαρόπουλο] … Dictionary of Greek
θαρρύνω — (AM θαρρύνω, Α και αρχαιότ. τ. θαρσύνω) δίνω θάρρος, εμψυχώνω αρχ. (αμτβ.) έχω θάρρος («ἀλλ , ὦ φίλη, θάρσυνε», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. τού θαρσύνω*] … Dictionary of Greek
παραθαρρύνω — παραθάρρυνα μτβ., δίνω θάρρος υπερβολικό, δίνω κουράγιο, εγκαρδιώνω, εμψυχώνω: Τα λόγια του αρχηγού τους τους παραθάρρυναν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)